πηδαλιώδης

πηδαλιώδης
πηδαλι-ώδης, ες,
A rudder-shaped, Arist.PA683a36.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πηδαλιώδης — ες, ΝΑ [πηδάλιον] όμοιος με πηδάλιο, αυτός που χρησιμοποιείται ως πηδάλιο (α. «πηδαλιώδη φτερά» τα φτερά τής ουράς τού πουλιού που χρησιμοποιούνται ως πηδάλιο κατά την πτήση β. «ὄπισθεν μόνον ἔχουσι τὰ πηδαλιώδη αἱ ἀκρίδες», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • πηδαλιώδη — πηδαλιώδης rudder shaped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πηδαλιώδης rudder shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πηδαλιώδης rudder shaped masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”